- ὀξύγοος
- ὀξύ-γοος, ον,A shrill-wailing,
λιταί A.Th.320
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιταί A.Th.320
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξύγοος — ὀξύγοος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί γοερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γοος (< γοώ), πρβλ. αβρό γοος] … Dictionary of Greek
ὀξυγόοις — ὀξύγοος shrill wailing masc/fem/neut dat pl ὀξύγους masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυγόων — ὀξύγοος shrill wailing masc/fem/neut gen pl ὀξύγους masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύγοοι — ὀξύγοος shrill wailing masc/fem nom/voc pl ὀξύγους masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek